- γυιαρκής
- γυιαρκής, -ές (Α)αυτός που ενισχύει τα μέλη τού σώματος.[ΕΤΥΜΟΛ. < γυίον + -αρκής < άρκος (Ι) «το όργανο ή μέσο άμυναςη υπεράσπιση» (πρβλ. απαρκής, αυτάρκης, διαρκής)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γυιαρκής — strengthening the limbs masc/fem nom sg γυιαρκης strengthening the limbs masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γυιαρκέος — γυιαρκής strengthening the limbs masc/fem/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) γυιαρκης strengthening the limbs masc/fem/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άρκος — (I) ἄρκος, το (Α) 1. το όργανο ή το μέσον άμυνας 2. η υπεράσπιση. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ανάγεται σε θ. αρκ (πρβλ. άρκιος, αρκώ) < ΙΕ. ρίζα *areq «προστατεύω, ασφαλίζω» και πιθ. λόγω της σπανιότητάς του αποτελεί μεταρρηματικό σχηματισμό του ρ. αρκώ*.… … Dictionary of Greek
γυίον — γυῑον, το (Α) 1. μέλος τού σώματος 2. χέρι 3. ολόκληρο το σώμα 4. πληθ. γυῑα, τα α) τα μέλη τού σώματος («γυῑα λέλυντο», «τρόμος, κάματος λάβε γυῑα») β) τα χέρια 5. φρ. α) «γυῑα ποδῶν» τα πόδια β) «μητρός γυῑα» η μήτρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη ήδη ομηρική… … Dictionary of Greek